Είχα που λες μια έμπνευση, από δω ίσα μ' απέναντι, και έκατσα να γράψω μιας και ήταν «ζεστή» στο μυαλό μου. Δεν πρόλαβα να αρχίσω, νάσου κελάηδησε το κινητό. Κοιτάω, η αδελφή μου.
- Έλα, τρέχει κάτι;
- Θα σου πω κάτι να γελάσεις.
- Για πες λίγο σύντομα διότι άρχισα να γράφω.
- Πήγα με τα βαφτιστήρια μου στην εκδήλωση που έκανε το νηπιαγωγείο για το 1821.
- Ε, και που γελάμε; Άστο για αργότερα!
Και της το 'κλεισα, αφού δεν μπορούσα ν' αφήσω το κείμενο για να πιάσω το μπλα μπλα.
Αλλά μετά από λίγο, πάλι το κινητό κουδούνησε.
- Έλα, τι είναι πάλι;
- Να, εκεί που είπανε δυό τρία τραγούδια επίκαιρα, φαντάσου τι τραγούδησαν.
- Τι;
- Εκείνο που τραγουδούσαμε όταν ήμασταν παιδάκια....
- Ρε, άσε με να γράψω! Που να θυμάμαι τι τραγουδούσαμε προ... αμνημονεύτων ετών!
Και το κλείνω με τη μία. Όρεξη έχω ν' ασχοληθώ με τα τραγούδια της παιδιόθεν ηλικίας...
Μετά από λίγο, πάλι το κινητό.
- Λέγε.
- Μα δεν θυμάσαι τι τραγουδάγαμε τότε που βλέπαμε στην τηλεόραση τη θεία Λένα;
- Ε, δεν τρώγεσαι! Σου λέω θα μου φύγει η έμπνευση. Άσε με να γράψω επιτέλους!
Και μπαφ, το έκλεισα εντελώς το κινητό για να μην ξανακτυπήσει.
Δεν πρόλαβα να πιω λίγο νερό, και ντριν το σταθερό. Έλεος! Ποιός είναι πάλι; Το σηκώνω και ακούω την αδελφή μου:
- Μια ωραία πεταλούδα!
- Τι «μια ωραία πεταλούδα»;
- Είναι το τραγούδι που σου 'λεγα!
- Και τραγούδησαν στη γιορτή την πεταλούδα;
- Ναι, γιατί αρέσει στα παιδάκια!
Και μετά από αυτό, πέταξε σαν πεταλούδα η έμπνευση, και άντε πιάστηνα μετά... Τουλάχιστον άλλαξε η ώρα και μεγάλωσε η μέρα. Άσχετο!