Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. (9, 22)
Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας».
Πολλές ήταν οι προσπάθειες του δαίμονα να σκοτώσει το σεληνιαζόμενο νέο, λέει ο πατέρας του στον Ιησού. Δεν μας εκπλήσσει βέβαια αυτό, διότι ο διάβολος το μόνο που θέλει για τον άνθρωπο είναι η εξόντωσή του, και πνευματική και σωματική. Γιατί όμως δεν τα κατάφερε; Τι στην φωτιά τον έριξε να καεί, τι σε νερά (πιθανότατα στη λίμνη Γεννησαρέτ) τον έριξε να πνιγεί, ο νέος παρέμενε ζωντανός. Προφανώς ο Θεός δεν άφηνε το διάβολο να ολοκληρώσει το έργο του, γιατί θα έρχονταν η ώρα της ίασης του νέου διά του Ιησού. Παρά την απιστία του πατέρα του, ο Θεός άφηνε ένα μικρό παραθυράκι της παρουσίας του περιμένοντας να μεταστραφεί ο πατέρας προς τον Κύριο. Ο πατέρας λοιπόν μεταστράφηκε και ζήτησε βοήθεια από τον Ιησού. Όμως με τα λόγια του δεν δείχνει να είναι πολύ βέβαιος το αποτέλεσμα. Η πίστη του δείχνει εξασθενημένη. «Αν μπορείς να βοηθήσεις...» Όποιος πιστεύει, είναι βέβαιος ότι μπορεί ο Ιησούς. Πτοήθηκε που προηγουμένως οι μαθητές δεν κατάφεραν να διώξουν το δαιμόνιο και άρχισε να αμφιβάλει. Άρχισε να φοβάται μήπως ούτε ο Ιησούς τα καταφέρει. Ο φόβος βρίσκει πρόσφορο έδαφος όταν η πίστη υποχωρεί. Ήταν ο Ιησούς ο κατάλληλος άνθρωπος για να βοηθήσει το παιδί του; Μήπως το παιδί του δεν έβρισκε ποτέ την ελευθερία του από τα δαιμόνια; Μήπως ο Κύριος τον επιτιμούσε δημοσίως για την μέχρι τώρα άπιστη ζωή του; Τέτοια ερωτήματα θα πέρασαν από το νου εκείνη τη στιγμή. Και εμείς να ήμαστε στη θέση του, αυτά δεν θα σκεφτόμαστε πριν δούμε το θαύμα; Η στερεή πίστη όμως δεν χρειάζεται το θαύμα για εκδηλωθεί. Φανερώνεται χωρίς αυτό. Παράδειγμα η πίστη του εκατόνταρχου (που δεν ήταν καν Ισραηλίτης) στο Ματθ. 8, 8, που είπε «πες μόνο ένα λόγο και θα θεραπευτεί ο δούλος μου». Που θα ήταν δικαιολογημένος αν έλεγε του Ιησού, «αν μπορέσεις βοήθησε». Την αδύναμη πίστη βλέπουμε εδώ του πατέρα του δαιμονισμένου. Καλοπροαίρετη μεν, αλλά φθίνουσα. Τουλάχιστον το παραδέχτηκε και ζήτησε τη στερέωσή της (στχ. 24). Εμείς είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε ότι η πίστη μας ακροβατεί και δεν πατάει γερά; Είμαστε σε θέση να κάνουμε λίγο στην άκρια τον εγωισμό μας, ώστε να ζητήσουμε βοήθεια για την πίστη μας; Κάνουμε κάποια προσπάθεια τώρα την περίοδο της νηστείας να βελτιώσουμε εαυτόν για τον Κύριο; Ή κρυβόμαστε πίσω από το εγωιστικό «να δω το θαύμα πρώτα και μετά θα πιστέψω»; Μη λησμονούμε ότι χωρίς πίστη, και το θαύμα να γίνει, εμείς δεν θα το δούμε...