Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
Χριστὸς δὲ παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως (Εβρ. 9, 11)
Όταν, όμως, ήρθε ο Xριστός, ο αρχιερέας των αγαθών που επρόκειτο να ακολουθήσουν, διαμέσου τής μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής, όχι χειροποίητης, δηλαδή, όχι από αυτόν τον κτιστό κόσμο
Ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας και έφερε τα μέλλοντα αγαθά. Ο απ. Παύλος αναφέρεται στα αγαθά εκείνα τα οποία προέρχονται από τη σταυρική θυσία του Κυρίου, και για τους πιστούς της Παλ. Διαθήκης ήταν μέλλοντα, δηλ. δεν τα απολάμβαναν τότε. Η Π.Δ. τα προέβαλε σκιωδώς αυτά τα αγαθά, διότι εξαρτούνται άμεσα από αυτή τη θυσία. Εδώ ο Παύλος αναφέρεται απροσδιόριστα, αλλά παρακάτω στο κεφ. 11, 39-40 διασαφηνίζει αυτά τα αγαθά, που είναι η λύτρωση, η τελείωση και η μακαριότητα τις οποίες θα τις απολαύσουν οι πιστοί της Π.Δ. μαζί με τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Ήρθε ο αρχιερέας Χριστός διαμέσου της μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής. Εδὠ προτυπώνεται η ανθρώπινη φύση του Κυρίου με τη σκηνή του μαρτυρίου, έναν μικρό φορητό ναό που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι τον καιρό που πορεύονταν στην έρημο προς τη γη της επαγγελίας και εκεί φυλάσσονταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Όπως το σώμα είναι ναός του Πνεύματος στον άνθρωπο (Α' Κορ. 19), έτσι και στον Χριστό, η τέλεια ανθρώπινη φύση Του είναι ο τέλειος ναός της θείας φύσης Του. Εύλογο το ερώτημα: γιατί να μην προτυπώνεται η ανθρώπινη φύση του Κυρίου από το Ναό που έφτιαξαν στην Ιερουσαλήμ οι Εβραίοι; Και εκεί φυλάσσονταν η Κιβωτός της Διαθήκης (μέχρι από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους). Διότι αφενός ο ναός που είχε την Κιβωτό καταστράφηκε λόγῳ της αμαρτίας των Ισραηλιτών, ενώ η σκηνή του μαρτυρίου όσο διήρκησε η περιπλάνηση στην έρημο, παρέμεινε ακέραιη όπως (περίπου) ακέραιη ήταν και η πίστη του περιούσιου λαού. Αφετέρου δε, η σκηνή ήταν σε χρήση στην περίοδο της ερήμου, η οποία προτυπώνει την περίοδο που οι πιστοί περιπλανώμενοι στην αμαρτία οδηγούνται προς τη νέα γη της επαγγελίας, την ουράνια βασιλεία, διά του Θεανθρώπου. Εντός της σκηνή φυλάσσονταν οι θείες εντολές, εντός της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου, η θεότητα. Αχειροποίητη και όχι από αυτόν τον κόσμο αυτή η φύση του Χριστού, την χαρακτηρίζει ο απ. Παύλος. Μα, αν δεν προέρχεται από τον κτιστό κόσμο αυτή η φύση, τότε δεν υπήρξε συμβολή από την Παναγία; Στο φυσικό κόσμο (την κτίση) μια νέα ύπαρξη γεννιέται από το σπέρμα του πατρός. Στη γέννηση του Κυρίου όμως, δεν υπήρξε ανθρώπινο σπέρμα αλλά θεϊκό, εκ Πνεύματος Αγίου. Συνεπώς, ναι μεν πήρε στοιχεία από τη μητέρα (Παναγία) αλλά δεν ήταν εξολοκλήρου η ανθρώπινη φύση όπως την φέρουμε εμείς, η πεπερασμένη και φθαρτή, αλλά η τέλεια μορφή της. Δηλαδή, ο Χριστός έφερε την ανθρώπινη φύση στη μορφή που θα μπορούσαμε να είχαμε αν δεν φέραμε το πρωπατορικό αμάρτημα και δεν γινόμασταν φθαρτοί. Μπορούσε να μην πεθάνει, αλλά εκουσίως το υπέστη για εμάς.