Μια καρακάξα καθόταν πάνω σ' ένα δέντρο και έβλεπε τα περιστέρια να τρώνε σε μια αυλή άφθονο καλαμπόκι. Αυτό γινόταν καθημερινά και μια μέρα αναστέναξε από το κακό της. Ένας τσαλαπετεινός που στέκονταν σ' ένα κοντινό δέντρο τη ρώτησε γιατί αναστενάζει.
- Θα σκάσω τσαλαπετεινέ. Είναι καλύτερα τα περιστέρια από μένα και βρίσκουν κάθε μέρα έτοιμο φαγητό, ενώ εγώ να σκοτώνομαι όλη μέρα και να μένω νηστική;
- Και γι' αυτό μαραζώνεις κυρά καρακάξα; Εύκολο είναι να ζεις κι εσύ σαν τα περιστέρια!
- Με ποιόν τρόπο τσαλαπετεινέ;
- Να σου πω. Βλέπεις που τα περισσότερα περιστέρια είναι άσπρα; Να πας κι εσύ να ασπρίσεις τα φτερά σου, κι ύστερα να τρυπώσεις ανάμεσά τους. Δε θα σε καταλάβει κανένας και θα καλοπερνάς σαν κι εκείνα!
- Να 'σαι καλά γείτονα, πολύ καλή η συμβουλή σου.
- Θα σκάσω τσαλαπετεινέ. Είναι καλύτερα τα περιστέρια από μένα και βρίσκουν κάθε μέρα έτοιμο φαγητό, ενώ εγώ να σκοτώνομαι όλη μέρα και να μένω νηστική;
- Και γι' αυτό μαραζώνεις κυρά καρακάξα; Εύκολο είναι να ζεις κι εσύ σαν τα περιστέρια!
- Με ποιόν τρόπο τσαλαπετεινέ;
- Να σου πω. Βλέπεις που τα περισσότερα περιστέρια είναι άσπρα; Να πας κι εσύ να ασπρίσεις τα φτερά σου, κι ύστερα να τρυπώσεις ανάμεσά τους. Δε θα σε καταλάβει κανένας και θα καλοπερνάς σαν κι εκείνα!
- Να 'σαι καλά γείτονα, πολύ καλή η συμβουλή σου.
Πέταξε λοιπόν η καρακάξα από το δέντρο και πήγε ίσια στον ποταμό. Εκεί ήταν ένας νερόμυλος. Βούτηξε μες το αυλάκι κι έγινε μουσκίδι. Κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο του μύλου και μέσα δεν ήταν κανείς. Μπαίνει και κυλιέται μέσα σ' ένα ανοιχτό τσουβάλι με αλεύρι, τόσο που έγινε ολόασπρη. Βγαίνει απ'το παράθυρο και πετάει στην αυλή που ήταν τα περιστέρια. Ανακατεύτηκε μαζί τους κι έτρωγε. Για κάμποσες μέρες περνούσε ζωή χαρισάμενη.
Μια μέρα ο νοικοκύρης του σπιτιού είχε καλεσμένους και θα τους έκανε το τραπέζι. Είπε στη γυναίκα του να ετοιμάσει το τραπέζι και να σφάξει πέντ' έξι περιστέρια. Εκείνη διαλέγοντας τα μεγαλύτερα, και μέσα σ' αυτά ήταν η καρακάξα! Την ώρα που έπιασε την καρακάξα να τη σφάξει, εκείνη έμπηξε τις φωνές και είδε πως δεν πρόκειται για περιστέρι. Θυμωμένη με την πονηριά της καρακάξας της έβγαλε τα φτερά ένα ένα και την πέταξε έξω από την αυλή στα χωράφια. Η καρακάξα έμεινε εκεί κάμποση ώρα ζαλισμένη, κι όταν συνήλθε, σηκώθηκε και μονολόγησε: «Ο Θεός με γλύτωσε. Τέτοια καλοπέραση να μου λείπει!»
Εκεί κοντά πετούσε ο τσαλαπετεινός και όταν την είδε την πλησίασε λέγοντας:
- Τι νέα γειτόνισσα; Πως πάει η καλοπέραση; Τρως καλά ε;
- Να πας να γκρεμιστείς τσαρλατάνε που με έμπλεξες με τις ιδέες σου! Αν μπορούσα να πετάξω θα σε έκανα να μην ξέρεις από που να σταθείς! Του απάντησε θυμωμένη η καρακάξα.
Ο τσαλαπετεινός σαν άκουσε αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε πό 'κει. Κι από τότε η καρακάξα έχει μαζί του έχθρητα και όταν τον δει μπήγει τις φωνές και συνάζει τα πουλιά πάνω του. Αλλά ο τσαλαπετεινός το ξέρει και χάνεται σαν τον άνεμο.
- Τι νέα γειτόνισσα; Πως πάει η καλοπέραση; Τρως καλά ε;
- Να πας να γκρεμιστείς τσαρλατάνε που με έμπλεξες με τις ιδέες σου! Αν μπορούσα να πετάξω θα σε έκανα να μην ξέρεις από που να σταθείς! Του απάντησε θυμωμένη η καρακάξα.
Ο τσαλαπετεινός σαν άκουσε αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε πό 'κει. Κι από τότε η καρακάξα έχει μαζί του έχθρητα και όταν τον δει μπήγει τις φωνές και συνάζει τα πουλιά πάνω του. Αλλά ο τσαλαπετεινός το ξέρει και χάνεται σαν τον άνεμο.