Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· (Εβρ. 11, 9)
Με πίστη εγκαταστάθηκε στη γη που του είχε υποσχεθεί ο Θεός, ως ξένη, ζώντας σε σκηνές με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που κι αυτοί ήταν κληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως.
Τόση ήταν η πίστη του Αβραάμ, ώστε υπακούοντας το Θεό έφυγε από τη χώρα του και πήγε και εγκαταστάθηκε στη γη της επαγγελίας μένοντας εκεί ως ξένος. Σ' αυτήν τη γη δεν έχτισε σπίτι, έμενε σε σκηνές, όπως και ο γιος του ο Ισαάκ και ο γιος του ο Ιακώβ. Παρότι βρισκόταν στο έδαφος που του υποσχέθηκε ο Θεός, δεν άφησε τη νομαδική νοοτροπία του. Η περιοχή δεν του άνηκε, ούτε ένιωθε εκεί ντόπιος. Κάτι που άρχιζε να αλλάζει από τη στιγμή που απέκτησε τάφο για τη γυναίκα του τη Σάρα (Γεν. 23, 4). Αυτή τη νομαδική νοοτροπία την είχαν και ο γιος του και ο εγγονός του. Και αυτό, όχι γιατί είχαν αμφιβολίες για το Θεό, αλλά επειδή αυτοί ήταν συγκληρονόμοι της υπόσχεσης για τη γη, αλλά όχι της γης. Το γεγονός ότι σ' αυτή τη γη άρχισαν να έχουν θαμμένους δικούς τους ανθρώπους συνέβαλε στην αλλαγή από τη νομαδική ζωή στην ιδιόκτητη περιουσία. Η δε υπόσχεση δεν δόθηκε αποκλειστικώς στον Αβραάμ και μετά το θάνατό του θα την κληρονομούσε ο πρωτότοκός του. Δόθηκε σ' αυτόν και σε όλους τους απογόνους του ταυτόχρονα, επειδή θα αποτελούσαν τον περιούσιο λαό. Η απόκτηση της υποσχεθείσας γης έγινε μετά από πολεμικές συγκρούσεις με τους λαούς που ήδη βρίσκονταν εκεί. Κάτι που για να επιτευχθεί χρειαζόταν επίσης μεγάλη πίστη.