Ακούμε στη σημερινή περικοπή:
Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν,
τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. (Εβρ. 11, 39-40)
Όλοι οι παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός.
Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.
Σε τι διαφέρει η περίοδος της Παλ. Διαθήκης όπου κυριαρχούσε ο μωσαϊκός νόμος, από την εποχή μετά τον Χριστό όπου κυριαρχεί το ευαγγέλιό Του; Μας τονίζει ο απ. Παύλος την εξής διαφορά: Οι άγιοι άνθρωποι της Παλ. Διαθήκης δεν απόλαυσαν την ουράνια βασιλεία την οποία τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Παρά την πίστη που έδειξαν στα μαρτύριά τους. Αντιθέτως, οι άγιοι της Καινής διαθήκης, την απολαμβάνουν. Αυτό, γιατί κατά το θείο σχέδιο, την απόλυτη σωτηρία πρέπει να τη λάβουν μαζί. Δηλαδή τονίζεται αφενός η άρρηκτη συνέχεια που διέπει τις δύο περιόδους, και αφετέρου η διαφορά του νόμου με το ευαγγέλιο. Ο μεν πρώτος ήταν ατελής με παιδαγωγικό χαρακτήρα που προετοίμαζε την έλευση του Μεσσία, Ιησού Χριστού, και του ευαγγελίου που είναι ο τέλειος νόμος. Συνεπώς λοιπόν, η σωτηρία θα προέλθει μετά τη βίωση του τέλειου νόμου. Και όσοι την αξίζουν από την εποχή της Παλ. Διαθήκης θα την λάβουν εφόσον ήλθε το ευαγγέλιο, το οποίο το άκουσαν κατά την κάθοδο στον Άδη από τον επί τριημέρου «νεκρό» Ιησού. Βέβαια, εμείς, που ανήκουμε στην περίοδο της Καινής Διαθήκης μπορεί να μην έχουμε την περίοδο της αναμονής, αλλά αυτό δεν μας δίνει ελαφρυντικά ή διακιολογίες στο να μην το εφαρμόζουμε...