Ἥπλωσεν ἡ Πόρνη, τὰς τρίχας σοι τῷ Δεσπότῃ, ἥπλωσεν Ἰούδας, τὰς χεῖρας τοῖς παρανόμοις· ἡ μέν, λαβεῖν τὴν ἄφεσιν, ὁ δέ, λαβεῖν ἀργύρια. Διό σοι βοῶμεν, τῷ πραθέντι καὶ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς, Κύριε δόξα σοι.
(Άπλωσε η πόρνη τις τρίχες των μαλλιών της σε σένα το Δεσπότη, και ο Ιούδας άπλωσε τα χέρια του στους παρανόμους. Αυτή μεν τα άπλωσε για να λάβει την άφεση, αυτός για να λάβει τα αργύρια. Γι' αυτό φωνάζουμε δυνατά σε σένα Κύριε που πουλήθηκες για να μας ελευθερώσεις, Κύριε δόξα σε σένα.)
Και πάλι την αντίθεση της μετανοούσας πόρνης και του προδότη μαθητή μας δείχνει ο ιερός υμνογράφος. Η μία άπλωσε τα μαλλιά της, ο άλλος άπλωσε τα χέρια του. Για άλλον όμως σκοπό. Εκείνη πριν άπλωνε τα χέρια της για να ευχαριστήσει τους πελάτες της. Τώρα απλώνει τα μαλλιά της μετανιωμένη στον Δεσπότη για να λάβει συγχώρεση. Αντίθετα, ο Ιούδας, που ήταν ταμίας στην ομάδα των μαθητών του Ιησού, άπλωνε και έπαιρνε τα χρήματα προσφορών και τα διαχειρίζονταν, τώρα τα άπλωσε για να πάρει τα αργύρια της προδοσίας. Η μία από την αμαρτία στη μετάνοια, ο άλλος από την εμπιστοσύνη του Ιησού στην προδοσία. Μπροστά σ' αυτήν τη μεγάλη διαφορά, δεν έχουμε παρά να φωνάξουμε δόξα στον Κύριο που πουλήθηκε για να μας ελευθερώσει από την αμαρτία.