Ἀπολυτίκιον (Ἦχος α')
Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας∙ τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τούς τὴν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας∙ Βασίλειον τὸν μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλώτταν χρυσορρήμονι∙ πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν∙ αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ὑμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν.
Τους τρεις μεγάλους φωστήρες του τρισηλίου (=λάμπει σαν τρεις ήλιοι) Θεού, που με τις ακτίνες των θείων δογμάτων έλαμψαν ως πυρσοί, τους ποταμούς που ρέουν «μέλι» (εννοεί την γλυκύτητα των λόγων τους) που ολόκληρη την κτίση πότισαν με τα νάματα της θεογνωσίας∙ τον μέγα Βασίλεο, τον Γρηγόριο το Θεολόγο μαζί με τον ένδοξο Ιωάννη (το Χρυσόστομο) του οποίου η γλώσσα παράγει λέξεις από χρυσό∙ όλοι οι ερστές των λόγων αυτών ας έρθουμε να τους τιμήσουμε με ύμνους∙ διότι αυτοί μεσιτεύουν πάντοτε για εμάς στην Αγία Τριάδα.
το απόλυτίκιο