Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. (Λουκ. 5, 3)
Αφού επιβιβάστηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, το οποίο ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά. Και αφού κάθισε στο ψαροκάικο, δίδασκε τα πλήθη.
Ο Ιησούς, στη λίμνη Γεννησαρέτ, λόγῳ του μεγάλου πλήθους που είχε μαζευτεί για να τον ακούσει, προτίμησε ν' ανέβει σε ένα ψαροκάικο για να πάρει μια μικρή απόσταση και καθισμένος να τους κηρύξει. Το ψαροκάικο ήταν του Σίμωνα (κατόπιν μετονομασθείς Πέτρος), και ο Ιησούς αφού πήδηξε μέσα, τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά, ώστε να έχει μια απόσταση από το πλήθος. Η πρώτη επαφή του Σίμωνα με τον Ιησού, δεν είχε καν κάποιο διάλογο. Είτε δεν είπε τίποτα ο Σίμων, είτε είπε κάτι αμελητέο για να το αναφέρει ο ευαγγελιστής, προφανώς συναινώντας στην παράκληση του Κυρίου. Ήδη, ο Ιησούς είχε ξεκινήσει να κηρύττει το ευαγγέλιό του, και ήδη γινόταν αποδεκτός από πολύ κόσμο. Συνεπώς, ο Σίμων βλέποντας μάλιστα και το πλήθος, όχι μόνο δεν έφερε αντιρρήσεις, μιας και θα διέκοπταν η δουλειά του, (έπλενε τα δίχτυα, στχ. 2) αλλά δέχτηκε, μάλλον γιατί και ο ίδιος θα ήθελε να ακούσει. Και μάλιστα δέχτηκε το προνόμιο να διαλέξει το δικό του καΐκι ο διδάσκαλος. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι έμμεσα τον προέτασσε έναντι των άλλων μαθητών ο Ιησούς (κάτι που θα βόλευε τους ρωμαιοκαθολικούς) μιας και δεν είχε καλέσει έως τότε κανέναν μαθητή, αλλά γιατί ήξερε (ως Θεός) ότι ο Σίμων ένιωθε την αμαρτωλότητα μέσα του (στχ. 8) και έψαχνε πνευματικό φως για την ανακούφιση της ψυχής του. Ο Κύριος ανεβασμένος στο καΐκι, είχε όλους τους παραβρισκόμενους μπροστά του, ώστε όλοι να τον βλέπουν. Δίπλα του είχε μόνο κάποιους από τους μετέπειτα μαθητές Του. Δεν ήταν όρθιος γιατί δεν είχε σκοπό ούτε να ξεσηκώσει, ούτε να αυτοπροβληθεί. Καθιστός δίδαξε γιατί ήθελε με αυτόν τον ταπεινό τρόπο να περάσει το βάθος των όσων έλεγε. Χωρίς κινήσεις και εξάρσεις. Μία ομιλία σε κλίμα ειρηνικό και ήρεμο.