Ακούμε στην ευαγγελική περικοπή:
ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. (18, 11-12)
Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου.
Η προσευχή του Φαρισαίου είναι ακριβώς το πνεύμα του Νόμου της Παλ. Διαθήκης. Τι να αποφεύγει να είναι κάποιος και τι καθήκον έχει να πράττει. Δεν κλέβω, δεν αδικώ, δεν απατώ. Νηστεύω και δίνω ελεημοσύνη όσα ορίζει ο νόμος. Τίποτα λιγότερο, αλλά τίποτα περισσότερο! Βέβαια ο νόμος δεν προέτρεπε να καυχάται δημοσίως όποιος τα πράττει αυτά... Φτάνουν όμως αυτά; Αν έφταναν, θα επαρκούσε το γράμμα του νόμου για τη σωτηρία. Πουθενά δεν λέει ο Φαρισαίος ότι συγχώρεσε κάποιον που τον αδίκησε, ότι συμπαραστάθηκε κάποιον αναξιοπαθούντα δίχως αντάλλαγμα, ότι μοιράστηκε το υστέρημά του με έναν πεινασμένο ή δώρησε περισσότερα απ' όσα γράφει ο νόμος.
Τι λοιπόν ξέχασε να κάνει ο Φαρισαίος και να καυχηθεί γι' αυτό; Να αγαπήσει! Όχι τον εαυτό του. Αλλά τους άλλους και μάλιστα ανιδιοτελώς. Να προσφέρει περισσότερα, όχι μόνο σε ποσότητα, αλλά και σε ποιότητα! Να προσφέρει βοήθεια και να χαρεί για την ανακούφιση που προκάλεσε. Να δώσει ανθρωπιά και παρηγοριά σε όποιον την είχε ανάγκη. Και κυρίως, για αυτή τη δράση του να μην καυχιέται, να μην κομπάζει, να μην επαίρεται, να μην περιαυτολογεί. Δεν χρειάζεται να διαφημίζεται στους άλλους, αρκεί να που το γνωρίζει ο Θεός. Όμως αυτό για τον Φαρισαίο θα ήταν μια μη επιθυμητή υπέρβαση. Διότι ο νους του ήταν μόνο στη δημόσια εικόνα του. Και εγκλωβισμένος σ' αυτό, αντί να προσεύχεται κοροϊδεύει. Τον εαυτό του και το Θεό!