Ακούμε μετά το κοντάκιο μετά τη ΣΤ' Ωδή, σε ήχο β':
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Αφού πήρε στα χέρια του τον άρτο ο προδότης, τα απλώνει κρυφά (στους αρχιερείς) και λαμβάνει την τιμή εκείνου που έπλασε με τα χέρια του τον άνθρωπο, και αδιόρθωτος έμεινε ο Ιούδας, ο δούλος (των παθών του) και δόλιος.
Πόσο αχάριστος μπορεί να γίνει όποιος είναι δέσμιος των παθών της αμαρτίας! Παρότι ο Κύριος, μέχρι την τελευταία στιγμή είχε κοντά του τον Ιούδα, του έδωσε τον ευλογημένο άρτο του δείπνου, εκείνος δεν δίστασε καθόλου. Η πώρωση της ψυχής του, απέρριψε την ύψιστη ευλογία της θείας κοινωνίας και όπως άπλωσε το χέρι να λάβει τη μερίδα του άρτου από τον Ιησού, έτσι το άπλωσε, με περισσότερη ευχαρίστηση στους αρχιερείς για να λάβει την αμοιβή της προδοσίας! Αντί να νιώσει συγκίνηση και κάποιον έλεγχο από τη συνείδησή του, προτίμησε να αφήσει το φως του Χριστού και να ενωθεί με το σκοτάδι της αμαρτίας. Παρέμεινε εκουσίως αδιόρθωτος ο Ιούδας, με ύπουλο πνεύμα στο δρόμο της απώλειας.