ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, (Εβρ. 6, 17)
Γι’ αυτό, επειδή ήθελε περισσότερο ο Θεός να δείξει
στους κληρονόμους της επαγγελίας το αμετάβλητο της βουλής του, εγγυήθηκε
με όρκο.
Η βούληση του Θεού είναι αναλλοίωτη και αμετάθετη. Σ' αυτήν στηρίζονται οι υποσχέσεις που έδωσε στον άνθρωπο ο Θεός. Δεν τις έδωσε ούτε κάτω από πίεση, ούτε βιαστικά. Προϋπήρχαν στο προαιώνιο σχέδιό του για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Είναι προϊόν της κοινής θέλησης και απόφασης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας. Γι' αυτό και δεν μεταβάλλονται, ούτε τροποποιούνται.
Για να δείξει λοιπόν ο Θεός σε όσους πίστεψαν την υπόσχεση για τον ερχομό του Μεσσία, το αμετάβλητο και το απόλυτο της θέλησής του, έδωσε όρκο. Ο όρκος είχε την έννοια του απολύτου δεσίματος με την υπόσχεση και οι καταπατούντες όρκο, θεωρούνταν καταραμένοι. Οι άνθρωποι όταν ορκίζονται, θέτουν ως εγγυητή το Θεό, που είναι ανώτερός τους. Ο Θεός έθεσε εγγυητή τον ίδιο του τον εαυτό προσδίδοντας έτσι μεγαλύτερη βεβαιότητα για τις επαγγελίες του.