Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. (Γαλ. 3, 25)
τώρα, όμως, που ήρθε η πίστη, δεν είμαστε πλέον κάτω από παιδαγωγό.
Ο απ. Παύλος, που προηγουμένως (στχ. 24) παρομοίασε το νόμο με παιδαγωγό, μας λέει πως τώρα που ήρθε η πίστη, δεν χρειαζόμαστε πλέον παιδαγωγό. Ενώ πριν; Χρειάζονταν παιδαγωγό οι άνθρωποι γιατί δεν πίστευαν; Δηλαδή, θα αναρωτηθεί κανείς, μόνο ο Χριστός δίδαξε την πίστη; Πριν την έλευση του Χριστού δεν υπήρχε πίστη στο Θεό; Οι προφήτες ήταν άπιστοι; Οι τρεις παίδες εν καμίνῳ φερ' ειπείν, ήταν άπιστοι κι αυτοί; Τι εννοεί εδώ ο Παύλος;
Κατά τον Παύλο, πίστη είναι η νέα εν Χριστῷ κατάσταση που αντιτίθεται στο νόμο της παλιά εποχής. Πριν η πίστη, ήταν η πεποίθηση, η βεβαιότητα, η εμπιστοσύνη για και προς το Θεό. Παράλληλα επειδή ο άνθρωπος είχε πλήρως σκοτισθεί από την αμαρτία και είχε χάσει τον προσανατολισμό του, ο παιδαγωγός νόμος, τον προφύλαγε από πρακτικές, ήθη, έθιμα γειτονικών ειδωλολατρικών λαών που ενδεχομένως να τους επηρέαζαν (κάτι που κάποιες φορές είχε συμβεί). Τον προετοίμαζε για να δεχτεί το Μεσσία και του καλλιεργούσε την ελπίδα για το Θεό. Δυστυχώς η τυπολατρική τήρησή του, τον έκανε τυραννικό και ενέπνεε περισσότερο τον φόβο. Ο Κύριος πληρώνοντάς τον (συμπληρώνοντας και τελειοποιώντας) νόμο βάζοντας ως βάση την αγάπη αντί του φόβου, έδωσε και στην πίστη μια ακόμη μεγαλύτερη διάσταση. Πλέον η πίστη έγινε πεπληρωμένη (τελειοποιημένη) από τον Ιησού, διά της γνώσης της αλήθειας που μας δίδαξε. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πιστός της Παλ. Διαθήκης πίστευε λιγότερο από τον πιστό της Καινής, αλλά ο πιστός της Π.Δ. για να σωθεί, έπρεπε να περιμένει την έλευση του Μεσσία για να σωθεί μαζί με τον πιστό της Κ.Δ. (Εβρ. 11, 40). Η πίστη στην εν Χριστῷ εποχή, δεν έχει ανάγκη να συνοδεύεται από κάποιο παιδαγωγό νόμο, πλέον απευθύνεται στο ώριμο άνθρωπο που αποδέχεται τον Κύριο και την αλήθεια του ευαγγελίου του.