Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· (Γαλ. 3, 26)
Είστε, λοιπόν, όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό.
Αυτή η φράση του απ. Παύλου, παρότι δείχνει απλή, εντούτοις θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξής απορία: Αφού όπως λέει ο χριστιανισμός, το ανθρώπινο γένος το έπλασε ο Θεός, προερχόμαστε όλοι από το Θεό και ως δημιουργήματά του, λογιζόμαστε ως παιδιά Του. Είτε πιστοί, είτε όχι. Τότε γιατί ο απ. Παύλος μας ονομάζει υιούς του Θεού μόνο αν πιστεύουμε στον Ιησού Χριστό; Αν δεν πιστεύουμε, παύουμε να προερχόμαστε από το Θεό; Εδώ λοιπόν χρειάζεται μια διευκρίνηση. Το ότι προερχόμαστε από το Θεό, δεν σημαίνει ότι έχουμε αυτομάτως συναινέσει στο να είμαστε παιδιά Του και να απολαμβάνουμε τα δώρα της θείας χάριτος που μας παρέχει διά της Εκκλησίας. Αν είμαστε εκουσίως άπιστοι και ηθελημένα απομακρυνθήκαμε από κοντά Του, ουσιαστικά έχουμε αποποιηθεί τον τίτλο του «τέκνου» και δεν θα λάβουμε τίποτε από Εκείνον. Το ότι είμαστε δημιουργήματά Του, μας δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψουμε και να διεκδικήσουμε το να γίνουμε «τέκνα» Του. Δεχόμενοι τον Ιησού Χριστό, τότε δεχόμαστε την καταλλαγή (την αποκατάσταση) που έφερε στις σχέσεις μας με τον Πατέρα, και ακολουθούμε την οδό που μας υπέδειξε για να ενωθούμε (κατά χάριν) με τον Θεό. Ένα παράδειγμα είναι ο άσωτος υιός της γνωστής παραβολής, όπου ξανάγινε υιός του πατέρα του εφόσον γύρισε κοντά του, ενώ όσο ήταν μακριά του, κανείς δεν τον αναγνώριζε ως υιό του τρανού πατέρα του και τον αντιμετώπιζαν σαν έναν επαίτη. Συνεπώς, η πίστη στον Χριστό είναι η συναίνεσή μας στο να γίνουμε υιοί Θεού.