Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων (Ρωμ. 2, 15)
Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους· και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδησή τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους.
Ο απ. Παύλος αναφέρεται στους εθνικούς που δεν γνώρισαν το νόμο όπως οι Ιουδαίοι και πολλές φορές πράττουν ότι λέει ο νόμος. Κι αυτό γιατί το κακό δεν είναι έμφυτο αλλά επίκτητο στον άνθρωπο, με συνέπεια να μας αρέσει το καλό και να αποστρεφόμαστε το κακό. Σε ποιό σοβαρό άνθρωπο αρέσει, φερ' ειπείν, να συναναστρέφεται τους εγωιστές, άδικους ή δολοφόνους; Ή σε ποιόν αρέσει το μίσος ή τα ψέματα; Αν μη τι άλλο, μόνο σε διεστραμμένους... Οι εθνικοί λοιπόν, παρότι δεν γνώρισαν το νόμο και δεν τον είχαν γραμμένο σε πλάκες όπως οι Ιουδαίοι, τον είχαν τρόπῳ τινά γραμμένο στην καρδιά τους. Και η φωνή της συνείδησής τους, με βάση αυτό το νόμο, τους επαινεί όταν κάνουν το καλό ή τους γεμίζει ενοχές όταν πράττουν το κακό. Μπορεί να μην γνωρίζουν το ποιό είναι ακριβώς το καλό για το νόμο (τον τελειοθέντα νόμο με το ευαγγέλιο του Κυρίου), ωστόσο έχουν έμφυτη μέσα τους τη βασική έννοια του καλού. Μη λησμονούμε, ότι όταν ο Κύριος κατέβηκε στον Άδη (μετά το σταυρικό θάνατο), κήρυξε στις ψυχές όλων των ήδη νεκρών και όχι μόνο των Ιουδαίων, και τον ακολούθησαν όσοι ήταν δεκτικοί στο καλό. Δηλαδή, παρότι δεν ανήκαν στον εκλεκτό λαό του Θεού και αγνοούσαν το νόμο του Μωυσή, έπρατταν με βάσει τη συνείδησή τους, η οποία τους οδηγούσε προς το καλό. Έτσι και όσοι δεν γνωρίσουν το νόμο μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, θα κριθούν με το κατά πόσο ακολούθησαν τη, ρέπουσα προς το καλό, συνείδησή τους και όχι τόσο αυστηρά με εμάς που ενώ γνωρίζουμε το ευαγγέλιο, κωφεύουμε ενίοτε και στη συνείδησή μας...