Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. (Λουκ. 14, 24)
γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου.
Τελειώνοντας την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου ο Ιησούς, λέει την παραπάνω φράση δἰνοντας την εντύπωση ότι απευθύνεται ο ίδιος στο ακροατήριό του. Ουσιαστικά, απευθύνεται και σε εμάς! Κανείς λοιπόν που έλαβε πρόσκληση για το Δείπνο, αλλά προέβαλε... μεγάλες και ανυπέρβλητες «δικαιολογίες» για να μην πάει, δεν πρόκειται να το γευτεί. Υπάρχουν άραγε διακαιολογίες για να μην πάμε στην ουράνια βασιλεία και να γευτούμε τη θεία χάρη που μας προσφέρει ο Θεός; Μόνο ανόητες προφάσεις, διότι είμαστε προσκολλημένοι με τα γήινα αγαθά. Και ακόμη περισσότερο, υπάρχει περίσσιο θράσος για να ξεστομίζονται αυτές οι προφάσεις! Ας σκεφτούμε ότι καλούσαμε σε δικό μας δείπνο φίλους μας και για να μην έρθουν μας έλεγαν τέτοιου είδους δικαιολογίες. Δεν θα μας απογοήτευαν; Δεν θα μας στενοχωρούσε αυτό; Προφανώς ναι. Πόσο μάλλον λοιπόν θα λυπόταν ο Θεός, που δεν ετοίμασε ένα απλό δείπνο, αλλά τον παράδεισο.
Ίσως βρει κανείς αυστηρή την απόφαση του Θεού. Ας σκεφτεί όμως πρώτα, ότι δεν εξαναγκάζει κανέναν και σέβεται τις επιλογές μας. Αν ήθελαν να πάνε οι καλεσμένοι, θα πήγαιναν. Κανείς τους δεν ήταν άρρωστος ώστε να μην μπορούσε να πάει ενώ θα το ήθελε. Έδειξαν την προτίμησή τους. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τα υλικά αγαθά για κάτι ανώτερο. Συνεπώς λοιπόν, μόνοι τους έθεσαν εαυτόν εκτός. Οπότε ο Θεός, επιβεβαίωσε απλά την επιθυμία τους. Ας αναλογιστούμε πόσες προφάσεις βρίσκουμε κι εμείς για να αποφύγουμε την Εκκλησία! Σε δύο εβδομάδες εορτάζουμε τα Χριστούγεννα και ο Κύριος μας καλεί στο σπίτι του, την Εκκλησία. Θα πάμε; Ή θα βρούμε κάποια δικαιολογία όπως κάνουμε για να αποφύγουμε τον εκκλησιασμό; Μετά θα φταίει ο Θεός αν μείνουμε εκτός του Δείπνου Του; Ας προβληματιστούμε (επιτέλους)...