Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. (Λουκ. 7, 12)
Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε.
Πριν εισέλθει ο Ιησούς με τους μαθητές του στην πόλη Ναΐν, είδε να εξέρχεται μια νεκρική πομπή. Ο νεκρός ήταν ο μονάκριβος γιος μιας χήρας. Μιας γυναίκας που όχι μόνο έχασε το στήριγμά της τον άντρα της, έχασε και την ελπίδα της, το μοναχοπαίδι της. Μαζί της πολύς κόσμος της συμπαραστέκονταν σε αυτήν την πολύ δύσκολη στιγμή. Η μικρή πόλη Ναΐν πενθούσε. Θα έλεγε κανείς με κακεντρέχεια, ότι ο Κύριος περίμενε ή επιδίωκε μια τέτοια ευκαιρία για να κάνει θαύμα ώστε να γίνει πιστευτός και αγαπητός. Όμως δεν βρίσκονταν καν στην περιοχή για να ξέρει ότι το παιδί είχε πεθάνει και του ετοίμαζαν την κηδεία. Ούτε καν είχε γνωρίσει το παιδί.
Σε μια τέτοια κατάσταση όχι μόνο έχουν βρεθεί και άλλοι συνάνθρωποί μας, αλλά βρισκόταν και όλη η ανθρωπότητα πριν την έλευση του Κυρίου. Ουσιαστικά σε ένα πένθος γιατί ούτε στήριγμα, ούτε ελπίδα είχε. Το ίδιο συμβαίνει και σε όσους βρίσκονται μακριά από το Θεό. Δίχως το Φως, απλά προχωρούν στο θάνατο. Και αφήνουν πίσω τους στενοχώρια και θλίψη. Αυτήν την κατάσταση έρχεται ο Κύριος να διώξει, να απομακρύνει το θάνατο και τη δυστυχία. Και αυτήν την κατάσταση έχουμε την επιλογή να αποφύγουμε, στρεφόμενοι προς Εκείνον.