Ακούμε στη σημερινή περικοπή:
ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. (Λουκ. 7, 16)
Κατέλαβε τότε φόβος όλους και δόξαζαν το Θεό, λέγοντας: «Προφήτης μεγάλος εγέρθηκε μεταξύ μας», και «Επισκέφτηκε ο Θεός το λαό του».
Το πλήθος βλέποντας τον Ιησού να ανασταίνει το μοναχογιού της χήρας στη Ναΐν, όχι μόνο φοβήθηκε, αλλά χάρηκε. Μας επισκέφθηκε ο Θεός, είπαν. Ονόμασαν τον Κύριο, μεγάλο προφήτη. Αυτό που είδαν, ήταν για εκείνους θαύμα από το Θεό. Δεν αμφέβαλαν ούτε αμφισβήτησαν το γεγονός, όπως θα έκαναν οι Φαρισαίοι. Έχοντας να εμφανισθεί για αιώνες προφήτης, δηλαδή άνθρωπος απεσταλμένος από το Θεό, οι παρόντες αμέσως ένιωσαν την θεϊκή παρουσία. Φοβήθηκαν το θείο μεγαλείο αλλά ταυτόχρονα δόξασαν τη θεία αγαθότητα που εκδηλώθηκε στη δοκιμαζόμενη χήρα. Δεν κατάλαβαν ωστόσο τη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού, αλλά σίγουρα κατάλαβαν ότι δεν ήταν ένας απλός διδάσκαλος. Η ανάσταση του παιδιού, έδωσε την ευκαιρία στο πλήθος να αντιληφθεί ότι ο Κύριος δεν βρισκόταν μαζί τους μόνο για να τους μιλήσει για την αιώνια ζωή, αλλά να τους δείξει ότι ο ίδιος είναι η πηγή της ζωής.