Ακούμε το εξής ιδιόμελο μετά τους Αίνους σε ήχο β':
Ἡ ἁμαρτωλὸς ἔδραμε πρὸς τὸ μύρον πριάσασθαι, πολύτιμον μύρον, τοῦ μυρίσαι τὸν εὐεργέτην, καὶ τῷ μυρεψῷ ἐβόα· Δός μοι τὸ μύρον, ἵνα ἀλείψω κᾀγὼ τὸν ἐξαλείψαντά μου πάσας τὰς ἁμαρτίας.
Η αμαρτωλή γυναίκα έτρεξε να αγοράσει το μύρο, πολύτιμο μύρο, για να αλείψει με αυτό τον ευεργέτη (Ιησού) και φώναξε στον μυροπώλη: Δώσε μου το μύρο για ν' αλείψω κι εγώ αυτόν που εξάλειψε όλες μου τις αμαρτίες.
Τη σκηνή που η αμαρτωλή πόρνη τρέχοντας έφτασε στο αρωματοπωλείο ν' αγοράσει μύρο, μας παρουσιάζει ο ιερός υμνογράφος. Έμαθε η γυναίκα ότι ο διδάσκαλος βρισκόταν στο σπίτι του Σίμωνα του φαρισαίου, και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Χωρίς αναβολή, δίχως να δισταγμό, ήταν μοναδική ευκαιρία να ζητήσει συγχώρεση για την αμαρτωλή ζωή της. Είχε όντως μετανοήσει και ήταν αποφασισμένη να ζητήσει τη μετάνοια από έναν άνθρωπο του Θεού, έναν προφήτη και διδάσκαλο, όπως νόμιζαν πολλοί για τον Ιησού, μη γνωρίζοντας ότι είναι ο Υιός του Θεού.
Αμέσως έτρεξε ν' αγοράσει μύρο ακριβό για να τιμήσει έτσι τον Κύριο, δίχως να φαντάζεται ότι πιο ακριβό και πιο πολύτιμο από το μύρο, είναι η πίστη της. «Δώσε μου μύρο ν' αλείψω αυτόν που μου εξάλειψε τις αμαρτίες» φώναξε στο μυροπώλη. Όχι απλά δώσε μου μύρο, πιθανώς για εκείνη ή για οποιαδήποτε χρήση. Ήδη, πριν ακόμη συναντήσει τον Ιησού, διέδιδε την πίστη ότι στο προσωπό του θα έβρισκε τη συγχώρεση για τις αμαρτίες της. Τόσο ολοφάνερη ήταν η πρόθεσή της, και αυτό μας το τονίζει ιδιαιτέρως ο υμνογράφος. Διότι όποιος μετανοήσει, δεν το κρατάει κρυφό, αλλά το εκδηλώνει μιας και είναι σαν να απαλλάσσεται από ένα μεγάλο βάρος. Αυτήν τη μετανοητική διάθεση είχε όταν πλησίασε κλαίγοντας τον Κύριο. Κάτι ο Χριστός είδε και τη συγχώρεσε.