Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. (Γαλ. 1, 17)
ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να δω εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Αραβία, και ύστερα ξαναγύρισα στη Δαμασκό.
Με το που έλαβε την αποκάλυψη από το Θεό ο Παύλος, ξεκίνησε αμέσως την αποστολική του δράση. Δεν ήρθε σε επαφή με κανέναν, ούτε καν με τους αποστόλους στα Ιεροσόλυμα. Από κανέναν δεν ζήτησε καθοδήγηση, από κανέναν δεν ζήτησε βοήθεια, από κανέναν δεν ζήτησε συμβουλή. Ούτε καν με τους απόστολους δεν επιδίωξε κάποια επαφή, οι οποίοι αν μη τι άλλο, είχαν την εμπειρία να συναναστραφούν με τον Χριστό! Όχι, δεν ήταν υπερόπτης ο Παύλος, ούτε υποτίμησε κανέναν. Ωστόσο, εμείς πρέπει να καταλάβουμε ότι οι γνώσεις που έλαβε εκ Θεού, δεν χρειάζονταν ούτε επιβεβαίωση, ούτε εξακρίβωση, ούτε εμπλουτισμό από τους αποστόλους. Επίσης, η άμεση επαφή μαζί τους, θα σήμαινε αφενός ότι ο Παύλος επιδίωκε την αποδοχή και την αναγνώρισή τους στο να κατέχει το αποστολικό αξίωμα και αφετέρου να τους διδάξει τα όσα έμαθε, για να μην έχουν εκείνοι τυχόν ελλείψεις. Αν ο Θεός ήθελε να επικοινωνήσει πρώτα με τους απόστολους ο Παύλος, αυτό θα είχε συμβεί. Συνεπώς ο Θεός τον έστειλε κατευθείαν στην δράση, ως ισότιμο των υπολοίπων. Δίχως την «έξωθεν» αναγνώριση. Κάτι που πιστοποιεί ότι όντως ο Παύλος είχε όραμα εκ Θεού και όχι εκ της φαντασίας του. Για την πρώτη του αποστολή ο Παύλος, απλώς την αναφέρει, δίχως περισσότερες λεπτομέρειες. Η επιτυχής ή μη, έκβασή της δεν υποβιβάζει ούτε τον Παύλο ως απόστολο, ούτε την αποκάλυψη που έλαβε.