Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς (Β' Κορ. 6, 8)
σὲ τιμὴν καὶ ἀτίμωσιν, σὲ δυσφημήσεις καὶ ἐπαίνους, σὰν λαοπλάνοι καὶ ὅμως ἀληθινοί
Οι απόστολοι (και οι συν αυτῷ μαθητές), όπως μας λέει ο απ. Παύλος, στις περιοδείες που έκαναν για να κηρύξουν το ευαγγέλιο του Κυρίου, γνώρισαν δόξα, επαίνους και τους δέχτηκαν για την αλήθεια που δίδασκαν. Παραλλήλως γνώρισαν δυσφήμιση, ατίμωση και τους αντιμετώπισαν ως λαοπλάνους. Σε ότι καλό τους έδινε ο κόσμος, αντισταθμούσε και το κακό αντίθετό του. Ούτε για τα πρώτα κήρυξαν, ούτε για τα δεύτερα. Κήρυξαν για τον Κύριο (ακολουθώντας την εντολή του) και γιατί ήθελαν να μεταδώσουν την αλήθεια Του στον κόσμο που κυριαρχούσε η πλάνη. Βάδισαν στα χνάρια του Ιησού Χριστού, ο οποίος παρομοίως είχε γνωρίσει τη μεγάλη αποδοχή και είχε διαδοθεί για Εκείνον σπουδαία φήμη καθώς όμως είχε βιώσει επιφύλαξη, άρνηση και δυσφήμιση. Ήξεραν ότι ο σπόρος που θα έριχναν δεν θα έβρισκε πάντοτε πρόσφορο και γόνιμο έδαφος. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Άλλοι υποστηρίζουν την Εκκλησία και άλλοι την εχθρεύονται. Άλλοι ζητούν τη θεία χάρη προσπαθώντας να ξεφύγουν από την αμαρτία και άλλοι πορώνονται με τα πάθη τους. Οι απόστολοι τότε ήταν αδιάφοροι και τις τιμές και τις δόξες, και ανθεκτικοί στις κακολογίες και τις διώξεις. Αυτό που τους έδινε στήριξη στο έργο τους ήταν η χάρη του Θεού, ώστε αφενός να μην τους έπιανε έπαρση όταν τους τιμούσαν και αφετέρου να μην πτοούνται και να αντιστέκονται στις συκοφαντίες και τις λοιδορίες. Αυτήν την χάρη να ζητάμε κι εμείς (όχι μόνο διά της προσευχής, αλλά και διά της άσκησης) για να ισορροπούμε ανάμεσα στα κοσμικά καλά, (τα οποία ενίοτε κακό μας κάνουν) και τα αντίστοιχα άσχημα.