Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
(Ματθ. 8, 13)
Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι θα γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
Ο Ιησούς είπε στον Ρωμαίο εκατόνταρχο ότι θα γίνει αυτό που πίστεψε. Τι πίστεψε; Κατ' αρχάς αυτό που Του είπε ο εκατόνταρχος στο στχ. 8, ότι με ένα λόγο Του μπορεί να θεραπεύσει το δούλο του, και δεν χρειάζονταν να πάει στο σπίτι του, μιας και θεωρούσε ανάξιο να τον υποδεχθεί. Πίστεψε και σε κάτι άλλο, προφανώς όχι τόσο εύκολα γιατί δεν ήταν Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος ειδωλολάτρης. Πίστεψε στο Θεό και τον απεσταλμένο του (τον Ιησού). Δεν γνώριζε τις προφητείες περί του Μεσσία, πολλῷ δε μᾶλλον ποιό ακριβώς ήταν το έργο του Μεσσία. Το οποίο ή το αγνοούσαν ή το παρερμήνευαν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι... Να που η μη ιουδαϊκή καταγωγή, δεν εμπόδισε να γεννηθεί πίστη και ταπεινότητα προς το Θεό. Ο Κύριος έκανε το θαύμα αυτοστιγμεί για να του δώσει έμμεσα την απόδειξη ότι δεν ήταν απλώς κάποιος θεραπευτής απεσταλμένος του Θεού, αλλά ο ίδιος Θεός. Δεν ρώτησε τον εκατόνταρχο αν πιστεύει ο παραλυτικός δούλος, ούτε θέλησε να βεβαιωθεί για το αν ο εκατόνταρχος του έλεγε την αλήθεια ή ήθελε να τον δοκιμάσει λέγοντάς Του τάχα ένα ψέμα. Ως Θεός ήξερε τα πάντα από πριν. Και του αρκούσε αυτή η μεταστροφή ενός αλλόθρησκου και ξένου για να δείξει ότι το σωτηριολογικό Του κήρυγμα και η θεία χάρις δεν απευθύνονται μόνο στον περιούσιο λαό της Παλ. Διαθήκης, αλλά προς όλη την ανθρωπότητα.