Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. (Ιω. 4, 7)
Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Λέει σ' αυτήν ο Ιησούς: «Δώσ’ μου να πιω».
Ο Ιησούς βρισκόταν στο πηγάδι του Ιακώβ κουρασμένος, όταν έφτασε μία ντόπια (Σαμαρείτισσα) γυναίκα για να βγάλει νερό. Δίχως να της πει ούτε το ποιός ήταν, ούτε να την κολακέψει για να του πραγματοποιήσει αυτό που θα της ζητούσε, ούτε να τη ρωτήσει κάτι για την ίδια, ζήτησε απλά νερό για να πιει. Εξάλλου φαίνονταν διψασμένος. Τι άλλο να ζητούσε ένας κατάκοπος και διψασμένος εκείνη τη στιγμή. Και το κυριότερο, δεν αναφέρθηκε καν στο ότι ήταν Σαμαρείτισσα (θεωρούσαν τους Σαμαρείτες ως ειδωλολάτρες οι ιουδαίοι). Δεν τον ενδιέφερε. (Κάτι που η ίδια τονίζει στον επόμενο στίχο). Του αρκούσε η παρουσία της. Ούτε βέβαια κοίταξε, αν ήταν δίκαιη ή αμαρτωλή. Είχε τόσο πολύ ανάγκη το νερό ο Ιησούς και χρειάζονταν βοήθεια; Όχι, αλλά αντί να χρησιμοποιήσει ανόητα προσχήματα, προέβαλε την ανθρώπινη ανάγκη. Αυτή μας ενώνει ως πλάσματα με φθαρτή και πεπερασμένη φύση. Ούτε οι τίτλοι, ούτε η καταγωγή. Δώσε μου να πιω, μας λέει μόνο κάποιος που διψά και έχει ανάγκη την φιλανθρωπία μας. Δεν μας ζητά θησαυρούς ή αυτοθυσία. Και στο πρόσωπο του διψασμένου (και του κατατρεγμένου εν γένει) βρίσκεται ο Κύριος. [Μας το λέει ο ίδιος άλλωστε «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.» (Ματθ, 25, 40)] Έδωσε την ευκαιρία σε μια άγνωστη γυναίκα να δείξει την προαίρεση και τη διάθεσή της. Εκείνη αντί να τον αποπάρει (λόγῳ της αντιπαλότητας μεταξύ Σαμαρειτών και Ιουδαίων) έκατσε και συνομίλησε με τον Ιησού. Αυτήν την ευκαιρία την δίνει και εμάς. Μας ζητάει νερό, χωρίς να μας κατακρίνει για τα πεπραγμένα μας. Μας ζητάει κάτι λίγο (ή ευτελές) για τον κόσμο, αλλά μεγάλο για Εκείνον. Ανθρωπιά μας ζητάει, αλλά αυτήν μάθαμε να τη δίνουμε μόνο όταν έχουμε όφελος... Δυστυχώς ακολουθώντας το κοσμικό φρόνημα, προτιμάμε την καχυποψία και δεν ανταποκρινόμαστε. Και τον ίδιο τον Ιησού να βλέπαμε αυτοπροσώπως να μας ζητούσε νερό για να πιει, πιθανόν να μην τον αναγνωρίζαμε και να τον αγνοούσαμε. Και δεν σκεφτόμαστε καν την περίπτωση να βρεθούμε εμείς στην θέση του διψασμένου...