Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ. (Πραξ. 7, 60)
Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια, ξεψύχησε. Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου.
Ξεψυχώντας ο πρωτομάρτυρας Στέφανος έκανε την τελευταία του παράκληση γονατιστός προς τον Κύριο υπέρ αυτών που τον λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου «μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή». Θυμίζει έντονα, αυτό που ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε από τον Πατέρα κατά το σταυρικό του μαρτύριο, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. 23,34). Ομοίως λοιπόν ο Στέφανος αντί να ζητήσει κάτι για τον εαυτό του, ζητά για τους διώκτες του. Δεν τους επιρρίπτει ούτε δόλο, αλλά ούτε ζητά εκδίκηση. Γνωρίζει ότι παρακινούνται από την άγνοια και την πνευματική τους σκοτοδίνη. Δεν στρέφεται ο ίδιος για να λάβει συγχώρεση αλλά συγχωρεί. Δεν ζητά, αλλά δίνει! Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι τόσο έκδηλο ενώ αφήνει την τελευταία του πνοή. Η τελευταία του παράκληση εισακούστηκε από το Θεό. Ο νεαρός Σαύλος, γνωστός διώκτης των χριστιανών τότε, που ήταν παρών και φυλούσε τα ρούχα όσων θα έριχναν τις πέτρες και επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου, μεταστράφηκε και έγινε ένθερμος υποστηρικτής του χριστιανισμού. Και δεν είναι τυχαία η αναφορά του ευαγγελιστή Λουκά (συγγραφέα των Πράξεων) στη στάση του Σαύλου (που μετονομάσθηκε σε Παύλος). Ως μαθητής και ακόλουθος του Παύλου ουκ ολίγες φορές τον άκουσε δημοσίως να παραδέχεται και να αποκηρύσσει το αμαρτωλό παρελθόν του παρά να το αποκρύπτει.
θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ. (Πραξ. 7, 60)
Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια, ξεψύχησε. Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου.
Ξεψυχώντας ο πρωτομάρτυρας Στέφανος έκανε την τελευταία του παράκληση γονατιστός προς τον Κύριο υπέρ αυτών που τον λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου «μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή». Θυμίζει έντονα, αυτό που ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε από τον Πατέρα κατά το σταυρικό του μαρτύριο, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. 23,34). Ομοίως λοιπόν ο Στέφανος αντί να ζητήσει κάτι για τον εαυτό του, ζητά για τους διώκτες του. Δεν τους επιρρίπτει ούτε δόλο, αλλά ούτε ζητά εκδίκηση. Γνωρίζει ότι παρακινούνται από την άγνοια και την πνευματική τους σκοτοδίνη. Δεν στρέφεται ο ίδιος για να λάβει συγχώρεση αλλά συγχωρεί. Δεν ζητά, αλλά δίνει! Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι τόσο έκδηλο ενώ αφήνει την τελευταία του πνοή. Η τελευταία του παράκληση εισακούστηκε από το Θεό. Ο νεαρός Σαύλος, γνωστός διώκτης των χριστιανών τότε, που ήταν παρών και φυλούσε τα ρούχα όσων θα έριχναν τις πέτρες και επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου, μεταστράφηκε και έγινε ένθερμος υποστηρικτής του χριστιανισμού. Και δεν είναι τυχαία η αναφορά του ευαγγελιστή Λουκά (συγγραφέα των Πράξεων) στη στάση του Σαύλου (που μετονομάσθηκε σε Παύλος). Ως μαθητής και ακόλουθος του Παύλου ουκ ολίγες φορές τον άκουσε δημοσίως να παραδέχεται και να αποκηρύσσει το αμαρτωλό παρελθόν του παρά να το αποκρύπτει.