Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. (Πραξ. 6, 2)
Τότε οι δώδεκα απόστολοι σύναξαν των πιστών και τους είπαν: «Δεν είναι σωστό εμείς ν’ αφήσουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχολούμαστε με διανομές τροφίμων.
Προβλήματα και έριδες δημιουργήθηκαν στην πρώτη Εκκλησία, όσον αφορά τη σίτιση των ελληνόφωνων χήρων (στχ. 1). Οι δώδεκα απόστολοι, συμπεριλαμβανομένου και του Ματθία που αντικατέστησε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, συγκέντρωσαν όλους τους πιστούς (μαθητές) για να βρεθεί λύση στο πρόβλημα. Εφόσον κατείχαν το ύψιστο αξίωμα στην Εκκλησία, θα μπορούσαν να αποφάσιζαν από μόνοι τους και μετά να έδιναν τις σχετικές προσταγές. Δεν το έκαναν όμως. Εμπιστεύτηκαν όλους τους πιστούς διότι τους έβλεπαν ως λογικούς ανθρώπους και όχι σαν άβουλα πρόβατα. Προΐσταντο στην πνευματική κατάρτιση και στον πνευματικό αγώνα, αλλά δεν ήθελαν να έχουν τον πρώτο λόγο για κάθε μέριμνα. Διέκριναν ότι δεν μπορούν να περνούν όλα από τα χέρια τους και κάποιες αρμοδιότητες πρέπει να δοθούν και σε άλλους. Σαφώς η διακονία στη σίτιση των φτωχών ήταν και είναι ιερό έργο και καθήκον εντούτοις το κυρίως λειτούργημά τους, ήταν η κήρυξη του ευαγγελίου και αυτό θα συνέχιζαν να υπηρετούν απρόσκοπτα. Το έργο της Εκκλησίας δεν διέπεται από συγκεντρωτισμό, κάτι που σημαίνει ότι οι πιστοί στο βαθμό που μπορούν, οφείλουν να βοηθούν στα διακονήματα και τις δραστηριότητες που προάγουν στην πράξη, το ευαγγέλιο του Κυρίου.