Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. (Ματθ. 9, 27)
Όταν προχώρησε πιο πέρα ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, που φώναζαν κι έλεγαν: «Ελέησέ μας, Υιέ του Δαβίδ!»
Δύο τυφλοί, ακούγοντας την φήμη ότι ο Ιησούς είχε ανεστήσει τη νεκρή κόρη (9, 25), όχι μόνο δεν έχασαν την ευκαιρία αλλά έτρεξαν αμέσως κοντά Του να ζητήσουν να τους σπλαχνιστεί. Δίχως να έχουν δει με τα μάτια τους θαύμα, βεβαιώθηκαν για κάτι που μέχρι τότε ουδείς είχε αντιληφθεί, παρότι είχε κάνει αρκετά θαύματα ο Κύριος. Ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Για πρώτη φορά τον προσφωνούν με έναν τίτλο που ανήκει στον αναμενόμενο Μεσσία, «Υιός του Δαυΐδ». Πολύ αργότερα, όταν ο Κύριος θεραπεύει ένα δαιμονισμένο κωφό και τυφλό (12, 23), ο όχλος αναρωτιέται αν είναι ο Μεσσίας. Οι δύο τυφλοί λοιπόν, με την πεποίθηση ότι δεν έχουν απλά μπροστά τους κάποιον προφήτη, ζητούν ελεημοσύνη. Δεν ζητούν επιτακτικά τη θεραπεία, αλλά την ικετεύουν. Δεν έδειξαν ούτε κάποια δυσπιστία, ζητώντας να τους θεραπεύσει για να βεβαιωθούν ότι όντως κάνει θαύματα, ούτε κάποιο ίχνος κολακείας προς στον Κύριο για να τον «καταφέρουν» να τους κάνει καλά.
Εμείς, είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Ιησούς είναι Θεός; Αν ναι, τότε ας του ζητήσουμε ελεημοσύνη, και όχι θαύμα για να πιστέψουμε! Αν θέλουμε να λαμβάνουμε δίχως να πιστεύουμε, τότε είμαστε εμείς τυφλοί λόγῳ του εγωισμού μας.