Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
Ὅ ἧν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· (Α' Ιω. 1, 1)
Eκείνο που ήταν από την αρχή, εκείνο που ακούσαμε, εκείνο που είδαμε με τα μάτια μας, εκείνο που τη θέα του κοιτάξαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν, για τον Λόγο της ζωής
Ο Ιωάννης, ξεκινά την επιστολή του, όπως κάνει και στο ευαγγέλιό του: Μας μιλά για τον Λόγο. Τον Λόγο εκ του οποίου πηγάζει η ζωή, διότι όπως ο ίδιος είπε (και απέδειξε) είναι η ζωή. Το β' πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ως θεός, προϋπήρχε του χρόνου. Προϋπήρχε της δημιουργίας του άυλου και του υλικού κόσμου. Συνεπώς δεν είναι δημιούργημα, όπως διδάσκουν για παράδειγμα οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτόν, τον άκουσαν, τον είδαν με τα μάτια τους και τον ψηλάφησαν με τα χέρια τους. Ποιοί; Μα οι μαθητές του, εξ ων ομιλεί ο Ιωάννης. Δεν περιαυτολογεί, δηλ. δεν προσπαθεί να εξάρει την παρουσία του σε σχέση με τους άλλους μαθητές. Μιλάει εκπροσωπώντας και τους υπόλοιπους. Είχαν λοιπόν, επαφή μαζί Του με τις αισθήσεις τους. Δεν τον είδαν απλώς, ή τον άκουσαν. Οπότε είχε πραγματική ενανθρώπιση (με σάρκα και οστά) και δεν ήταν κάποιο φάντασμα όπως δίδασκαν οι αιρετικοί δοκητιστές, οι οποίοι αρνιούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και τονίζει ότι τον είδαν με τα φυσικά τους μάτια, για να μας αποτρέψει από τη σκέψη ότι τάχα μπορεί να τον «είδαν» εν υπνώσει, ή σε κατάσταση έκστασης. Το αυτό και για το ότι τον άκουσαν. Ήταν αυτήκοοι μάρτυρες των όσων είπε ο Ιησούς, και μάλιστα δεν μεταφέρει πράγματα που άκουσαν άλλοι και του τα μετέφεραν. Η δε ψηλάφηση δεν μας παραπέμπει μόνο στο άγγιγμα των πληγών Του μετά την ανάσταση, αλλά γενικότερα στην τριετή παρουσία Του, όπου τον συναναστρέφονταν. Η ανθρώπινη φύση Του, ήταν ενωμένη και αδιαίρετη από τη θεϊκή.
Άλλα σχόλια για την αυριανή περικοπή, εδώ.