Ακούμε στην αυριανή περικοπή:
ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. (Ιω. 5,10)
Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου».
Τι περίεργη η στάση των Ιουδαίων μπροστά στον πρώην παράλυτου! Τι θα έπρεπε λογικά να τον ρωτήσουν βλέποντάς τον θεραπευμένο; Προφανώς, το πως κατάφερε μετά από 38 χρόνια να θεραπευτεί, χωρίς να μπει πρώτος στη δεξαμενή της Βηθεσδά. Κι όμως, τον επέπληξαν γιατί σήκωνε και κουβαλούσε το κρεββάτι του Σαββατιάτικα! Μες τη χαρά του ο δυστυχής (!) λησμόνησε ότι ο νόμος απαγόρευε τη μεταφορά φορτίου από δημόσιο χώρο σε ιδιωτικό... Είχαν μπροστά τους το θαύμα οι Ιουδαίοι, αλλά όχι μόνο έκαναν ότι δεν το είδαν, αλλά έψαξαν να βρουν κάποιο αμαρτωλό ψεγάδι! Τους έκανε τόσο πολύ εντύπωση η παραβίαση του νόμου; Ορθότερα, η όχι στενοκέφαλη εφαρμογή του νόμου. Όχι. Απλά η πώρωση και η εμμονή τους στον να πολεμήσουν τον Ιησού, τους τύφλωσε εντελώς το νου. Αντί να χαρούν με το θαύμα που έγινε προφανέστατα από το Θεό σε κάποιον πάσχοντα Ιουδαίο, ομόθρησκό τους δηλαδή, και να προσπεράσουν την παράβαση που εντόπισαν, στάθηκαν σε ότι τους πρόσφερε κάποιο πάτημα για να ψέξουν τον Κύριο. Με τη στείρα και αυτολεξί ερμηνεία του νόμου, έδειξαν ότι και ο νόμος ήταν ανεπαρκής για να σώσει τον άνθρωπο, αλλά και οι ίδιοι ήταν ανεπαρκείς για να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους!