Ακούμε στη σημερινή περικοπή:
εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. (Λουκ. 18, 19)
είπε σ' αυτόν ο Ιησούς, «γιατί με αποκαλείς αγαθέ; κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνον ο Θεός».
Στην προσφώνηση «αγαθέ» κάποιου πλούσιου άρχοντα, ο Ιησούς αντέδρασε. Δεν την αποδέχτηκε. Προτίμησε ο πλούσιος, πριν ρωτήσει για το πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, να κάνει μια φιλοφρόνηση στο διδάσκαλο. Αφού είσαι «αγαθός», θα ξέρεις να μας πεις. Μόνο που την ερώτηση δεν την κάνει επειδή δεν γνωρίζε τι λέει ο νόμος. Προφανώς ήθελε να δει τι θα του απαντούσε ο Ιησούς! Οπότε λοιπόν η φιλοφρόνηση δεν πήγαζε από καλή πρόθεση. Αυτό το είδε ο Κύριος και του θύμισε ότι κατά το νόμο, μόνο ο Θεός είναι αγαθός. Εξάλλου, ο Θεός είναι η πηγή της αγαθότητας. Σ' εμάς τους ανθρώπους η αγαθότητα δεν είναι μια ντε φάκτο σταθερή και μόνιμη κατάσταση αλλά είναι αποτέλεσμα συνεχούς πνευματικής προσπάθειας. Ο Κύριος, δεν ζήτησε έμμεσα να τον προσφωνούν ως θεό. Απλά, ζήτησε να ρωτάμε ευθέως χωρίς καλοπιάσματα ή λεκτικά τεχνάσματα. Δεν τα έχει ανάγκη, αλλά ούτε κι εμείς! Ο πραγματικά αγαθός, δεν έχει ανάγκη ούτε να ακούει ότι είναι, ούτε τον έλκουν οι έπαινοι και οι φιλοφρονήσεις. Γι' αυτό ας προσέξουμε τη συμπεριφορά μας και προς τον Κύριο, και προς τους συνανθρώπους μας.