Κάποτε, μια Καθαρή Δευτέρα, ένας χαρταετός που είχε πάει πολύ ψηλά, πιο ψηλά απ' όλους τους άλλους που πετούσαν εκεί γύρω, καμάρωνε για το πέταγμα του. Είπε σε ένα γεράκι που πετούσε κοντά του και τον έβλεπε με περιέργεια:
- Καμάρωσε με γεράκι! Κοίτα ωραία χρώματα που έχω. Είμαι πιο ωραίος από σένα!
- Δεν αντιλέγω. Ο Θεός δεν με προίκισε με ομορφιά σαν τη δική σου!
- Βλέπεις, γεράκι; Σήμερα δεν πετάς μόνο εσύ ψηλά! Πετάω και 'γω!
- Μπράβο σου! Αλλά πως τα καταφέρνεις αφού δεν έχεις φτερά όπως κι εγώ;
- Είναι απλό, γεράκι. Οι άνθρωποι που με σήκωσαν, όσο αμολάνε περισσότερη καλούμπα τόσο εγώ ανεβαίνω. Δεν τα χρειάζομαι τα φτερά.
- Και δεν φοβάσαι;
- Τι να φοβηθώ;
- Αν σπάσει ο σπάγκος της καλούμπας, θα σε πάρει ο άνεμος και θα γκρεμοτσακιστείς.
- Μέχρι να σπάσει, εγώ θα πετάω!
- Λάθος κάνεις χαρταετέ, είπε το γεράκι. Θα πετάς μέχρι να χορτάσουν το κέφι τους οι άνθρωποι που σε αμόλησαν.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή; Σήμερα, πετάς ψηλά. Αύριο όμως; Η Καθαρά Δευτέρα θα έχει περάσει και μαζί της και το έθιμο του χαρταετού.
- Δηλαδή δεν θα ξαναπετάξω;
- Αν δεν σπάσεις και κρατηθείς σώος, ίσως ξαναπετάξεις του χρόνου! Απ' αύριο ο κόσμος μπαίνει στη ρουτίνα του και δεν έχει χρόνο για να πετάει χαρταετούς.
- Αυτό δεν το ήξερα γεράκι. Πρώτη φορά πετάω.
- Γι' αυτό κοίτα να το χαρείς όσο μπορείς! Αύριο που θα ξαναπεράσω από 'δω, ο ουρανός δεν θα έχει χαρταετούς.
- Αυτά τα λες γιατί με ζηλεύεις γεράκι! Εμένα με αγαπούν οι άνθρωποι ενώ εσένα σε κυνηγούν. Εγώ θα πετάω κάθε μέρα ψηλά! Αν έβλεπες με τι ενθουσιασμό με αγόρασαν και τι λαχτάρα είχαν τα παιδιά για να πετάξω, θα καταλάβαινες πόσο με αγαπούν και θα ξανάρθουν να με πετάξουν!
- Δεν τους ξέρεις τους ανθρώπους. Τα κέφια τους και οι διαθέσεις τους δεν είναι μόνιμα. Αλλάζουν πολύ εύκολα. Αλλά αφού δεν με πιστεύεις, φεύγω. Είσαι τόσο εφήμερος όσο και το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας.
- Φύγε! Σήμερα δεσπόζω εγώ στον ουρανό!
- Καμάρωσε όσο θες χαρταητέ. Δεν είσαι παρά ένα παιχνίδι, ένα φτηνό κατασκεύασμα για τα παιδιά. Και για να καμαρώνεις φτιάχτηκες. Όχι για να ζήσεις!
- Καμάρωσε με γεράκι! Κοίτα ωραία χρώματα που έχω. Είμαι πιο ωραίος από σένα!
- Δεν αντιλέγω. Ο Θεός δεν με προίκισε με ομορφιά σαν τη δική σου!
- Βλέπεις, γεράκι; Σήμερα δεν πετάς μόνο εσύ ψηλά! Πετάω και 'γω!
- Μπράβο σου! Αλλά πως τα καταφέρνεις αφού δεν έχεις φτερά όπως κι εγώ;
- Είναι απλό, γεράκι. Οι άνθρωποι που με σήκωσαν, όσο αμολάνε περισσότερη καλούμπα τόσο εγώ ανεβαίνω. Δεν τα χρειάζομαι τα φτερά.
- Και δεν φοβάσαι;
- Τι να φοβηθώ;
- Αν σπάσει ο σπάγκος της καλούμπας, θα σε πάρει ο άνεμος και θα γκρεμοτσακιστείς.
- Μέχρι να σπάσει, εγώ θα πετάω!
- Λάθος κάνεις χαρταετέ, είπε το γεράκι. Θα πετάς μέχρι να χορτάσουν το κέφι τους οι άνθρωποι που σε αμόλησαν.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή; Σήμερα, πετάς ψηλά. Αύριο όμως; Η Καθαρά Δευτέρα θα έχει περάσει και μαζί της και το έθιμο του χαρταετού.
- Δηλαδή δεν θα ξαναπετάξω;
- Αν δεν σπάσεις και κρατηθείς σώος, ίσως ξαναπετάξεις του χρόνου! Απ' αύριο ο κόσμος μπαίνει στη ρουτίνα του και δεν έχει χρόνο για να πετάει χαρταετούς.
- Αυτό δεν το ήξερα γεράκι. Πρώτη φορά πετάω.
- Γι' αυτό κοίτα να το χαρείς όσο μπορείς! Αύριο που θα ξαναπεράσω από 'δω, ο ουρανός δεν θα έχει χαρταετούς.
- Αυτά τα λες γιατί με ζηλεύεις γεράκι! Εμένα με αγαπούν οι άνθρωποι ενώ εσένα σε κυνηγούν. Εγώ θα πετάω κάθε μέρα ψηλά! Αν έβλεπες με τι ενθουσιασμό με αγόρασαν και τι λαχτάρα είχαν τα παιδιά για να πετάξω, θα καταλάβαινες πόσο με αγαπούν και θα ξανάρθουν να με πετάξουν!
- Δεν τους ξέρεις τους ανθρώπους. Τα κέφια τους και οι διαθέσεις τους δεν είναι μόνιμα. Αλλάζουν πολύ εύκολα. Αλλά αφού δεν με πιστεύεις, φεύγω. Είσαι τόσο εφήμερος όσο και το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας.
- Φύγε! Σήμερα δεσπόζω εγώ στον ουρανό!
- Καμάρωσε όσο θες χαρταητέ. Δεν είσαι παρά ένα παιχνίδι, ένα φτηνό κατασκεύασμα για τα παιδιά. Και για να καμαρώνεις φτιάχτηκες. Όχι για να ζήσεις!