- Μια εβδομάδα απέμεινε ακόμα ε, καπετάνιε;
- Μια εβδομάδα!
- Και μετά;
- Τι μετά;
- Θα συνεχίζεις;
- Σκέφτομαι να σταματήσω.
- Όπως και μετά το πρώτο ταξίδι;
- Μάλλον οριστικά αυτή τη φορά...
- Γιατί καπετάνιε; Κουράστηκες;
- Πες το κι έτσι!
- Και λες πως θα την αντέξεις τη στεριά;
- Έτσι λέω.
- Καπετάνιε, μακριά απ' τη θάλασσα, η στεριά θα σου φανεί σαν απέραντη μοναξιά.
- Και η θάλασσα μακριά απ' τη στεριά, απέραντη μοναξιά μου φάνηκε!
- Και τη νοσταλγία; Δεν τη λογαριάζεις τη νοσταλγία;
- Για τη θάλασσα;
- Για τη θάλασσα!
- Και τη στεριά νοστάλγησα λοστρόμε. Και τη στεριά.
- Η στεριά και η θάλασσα καπετάνιε, για μας τους ναυτικούς, το ίδιο πράγμα είναι. Σαν τις δύο όψεις του νομίσματος.
- Δηλαδή;
- Όταν είσαι στη μία, νοσταλγείς την άλλη! Για θυμήσου το τραγούδι του Ζαμπέτα.
Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια
πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
κι αυτοί που μένουν κουνούν μαντήλια
κι αναστενάζουν γιατί πονούν.
- Πες το ψέμματα. Αλλά υπάρχει και η κούραση. Που την πας αυτήν λοστρόμε;
- Παντού υπάρχει η κούραση καπετάνιε. Παντού! Γι' αυτό καλύτερα να συνεχίσεις το ταξίδι! Δυό χρόνια πέρασαν. Πόσο λες να αντέξεις χωρίς τη θάλασσα;
- Μακάρι να 'ξερα! Όμως λίγο πολύ, την έμαθα τη θάλασσα!
- Αυτό μην το ξαναπείς καπετάνιε. Είναι απέραντη. Όλο θα υπάρχουν λιμάνια και μέρη ανεξερεύνητα.
- Τα κουράγια όμως εξαντλούνται λοστρόμε!
- Και το πλοίο καπετάνιε; Θα το αδειάσεις και θα το παροπλίσεις εντελώς;
- Μάλλον ναι.
- Αν αισθάνεσαι έτσι, τότε ξεμπαρκάρησε καπετάνιε! Αν δεν μπορείς πια...
- Μου το γυρνάς στο φιλότιμο λοστρόμε;
- Εσύ θα πάρεις τις αποφάσεις σου καπετάνιε. Εγώ ότι είχα να πω στο είπα! Ξανασκέψου το πάντως! Σκέψου το πλοίο σου τουλάχιστον...
- Μια εβδομάδα έμεινε. Θα σου πω μόλις περάσει.