Μια πολύ διδακτική ιστορία:
Πριν πάρα πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς είδε στην ακροθαλασσιά έναν ψαρά που έκλαιγε. Τον ρώτησε:
- Γιατί κλαις;
- Γιατί βασιλιά μου, εδώ και πολλές μέρες, ενώ οι άλλοι ψαράδες ψαρεύουν κανονικά, εγώ δεν μπορώ να πιάσω ψάρια, και τα παιδιά μου πεινούν.
- Μήπως έχεις πρόβλημα με τα δίχτυα ή τη βάρκα σου;
- Όχι βασιλιά μου, άτυχος είμαι.
Ο βασιλιάς τον λυπήθηκε και του είπε πως ότι πιάσει θα του δώσει σε χρυσό το βάρος του. Ο ψαράς λοιπόν, προσπάθησε να πιάσει κάτι, μα το μόνο που κατάφερε να αλιεύσει δεν ήταν παρά ένα μάτι από κάποιο σκελετό ψαριού.
Το παίρνει και πάει στο βασιλιά. Βλέποντάς το, ο βασιλιάς χαμογέλασε, και έδωσε εντολή να το ζυγίσουν και να δώσουν το βάρος του ματιού σε χρυσό.
- Αστεία ποσότητα, ψιθύρισε σε έναν σύμβουλό του, χαμογελώντας.
Όμως όσο χρυσό και να έβαζαν στη ζυγαριά, το μάτι παρέμενε βαρύτερο! Έβαζαν, έβαζαν χρυσό μα τίποτα! Το τάσι με το μάτι δεν σηκώνονταν! Απορημένος ο βασιλιάς κάλεσε τους σοφούς του να του εξηγήσουν τι συμβαίνει. Οι σοφοί του, το μελέτησαν προσεχτικά μα δεν μπόρεσαν να βρουν απάντηση.
Τότε, κάποιος πρότεινε να φέρουν έναν μοναχό που ήταν ασκητής στο βουνό, και ήταν πολύ σοφός άνθρωπος. Αυτός ίσως να μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Τον κάλεσαν και όταν ήρθε του έδειξαν το μάτι με τη ζυγαριά. Βλέποντάς το, ζήτησε να του φέρουν λίγο χώμα. Πήρε το χώμα και με αυτό σκέπασε το μάτι. Τότε η ζυγαριά έδειξε το χρυσάφι πολύ βαρύτερο από το ελαφρύ μάτι.
- Βασιλιά μου, είπε ο μοναχός, το μάτι όσο είναι ανοιχτό, είναι αχόρταγο και δεν ικανοποιείται ποτέ. Μόνο αν καλυφθεί σταματά να θέλει περισσότερα. Κι όσο αφήνουμε τα μάτια μας χωρίς να τα «κλείνουμε» στους υλικούς πειρασμούς τόσο αυτά θα μας παρασέρνουν στο να μην ικανοποιούμαστε ποτέ με όσα έχουμε.