Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· (Ματθ. 4, 18)
Περπατώντας λοιπόν δίπλα στη λίμνη της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, το Σίμωνα, το λεγόμενο Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του να ρίχνουν το δίχτυ στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες.
Ο Ιησούς μόλις ξεκίνησε να κυρήττει τη διδασκαλία του, δεν πήγε κατευθείαν στη συναγωγή, ή στο κέντρο των πόλεων για να βρει μαθητές που θα τον ακολουθούσαν και θα κατηρτήζονταν στη διδασκαλία του. Δεν πήγε σε μέρη όπου σύχναζαν οι μορφωμένοι ή οι θρησκευόμενοι της εποχής. Δεν έφερνε ούτε γνώση ανθρώπινη, ούτε ενδιαφέρονταν να προσετεριστεί τη συνήθη τότε τυπολατρεία του Νόμου. Πήγε παραθαλάσσια, όπου συνάντησε απλούς ανθρώπους, ανθρώπους του μόχθου δίχως εκπαίδευση αλλά με φιλότιμο, πνευματική όρεξη και κυρίως ζεστή καρδιά. Ψαράδες, που δεν θα δίσταζαν να τον ακολουθήσουν δίχως λογικούς δισταγμούς, διότι διέκριναν με την ταπεινότητα που τους διέκρινε την φλόγα από το φως που ξεχείλιζε από τα μάτια του Κυρίου. Σ' αυτήν την καθαρή και ταπεινή καρδιά θέλησε να οικοδομήσει το ευαγγέλιό του, σε ανθρώπους που δεν εγκλωβίζονται από την υλική τους υπόσταση. Και συμβολικώς, ξεκίνησε από ψαράδες μιας και θα «συνέχιζαν» την αλιεία στο ανθρώπινο γένος.